κρανιοεγκεφαλικός

κρανιοεγκεφαλικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κρανίο και στον εγκέφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αντιδάνεια ως προς το α' και απόδοση ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. craniocerebraux < crani(o) (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + cerebraux (< λατ. cerebrum «εγκέφαλος»). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Δ. Καρζή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”